κατηχούμαι

κατηχούμαι
κατηχούμαι, κατηχήθηκα, κατηχημένος βλ. πίν. 74

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υποκατηχούμαι — έομαι, Α υφίσταμαι κατήχηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κατηχοῦμαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”